-
1 poupě
μπουμπούκι -
2 pąk
μπουμπούκι -
3 бутон
-
4 почка
I почка I ж (растения) το μπουμπούκι II почка II ж анат. о νεφρός· воспаление \почкаек η νεφρίτιδα* * *I ж( растения) το μπουμπούκιII ж анат.ο νεφρόςвоспале́ние по́чек — η νεφρίτιδα
-
5 бутон
(цветка) το μπουμπούκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бутон
-
6 бутон
бутонм τό μπουμπούκι, ὁ κάλυξ ἄνθους. -
7 глазок
глаз||окм1. уменьш. τό ματάκι·2. (окошечко камеры) τό παραθυράκι, ὁ φεγγίτης·3. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι, τό μπουμπούκι· ◊ анютины глазки ὁ πανσές, Ιον τό τρίχρουν одним \глазокком μέ μιά ματιά· делать глазки κάνω τά γλυκά μάτια· на \глазок μέ τό μάτι. -
8 почка
почк||а I ж бот. τό μάτι (δένδρου), τό μπουμπούκι:пускать \почкаи μπουμπουκιάζω.поч||ка II ж1. анат. τό νεφρό, ὁ νεφρός, τό νεφρί:воспаление \почкаек мед. ἡ νεφρϊτις·2. кул. ιά νεφρά:жареные \почкакн τά νεφρά τηγανητά. -
9 bud
-
10 бутон
-а α.μπουμπούκι. -
11 наклюнуть
-нетρ.σ.μ. ραμφίζω, σπάζω το τσόφλι του αυγού με το ράμφος.ραμφίζω, σπάζω•цыплнок -лся το πουλάκι βγήκε από το τσόφλι.
|| μτφ. (για μπουμπούκι) βγαίνω, σκάζω, ανοίγω. || μτφ. παρουσιάζομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι απρόοπτα. -
12 почка
-
13 почковидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно о-φθαλμοειδής, σαν μπουμπούκι. -
14 bourgeon
1) μπουμπούκι2) οφθαλμός -
15 bouton
1) πόμολο2) κουμπί3) σπυρί4) μπουμπούκι -
16 bud
1) μπουμπούκι2) πρωτοεμφανίζομαι
См. также в других словарях:
μπουμπούκι — το (Μ μπουμπούκι) άνθος που βρίσκεται ακόμη κλειστό ή μισοανοιχτό μέσα στον κάλυκα νεοελλ. 1. οφθαλμός φυτού, κν. μάτι 2. (με την αντων. μου) μπουμπούκι μου λέγεται ως θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβύκιον, υποκορ. τού βόμβυξ… … Dictionary of Greek
μπουμπούκι — το άνθος που μόλις ανοίγει, το μάτι του φυτού: Τα φυτά στη γλάστρα γέμισαν μπουμπούκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουμπουκιάζω — [μπουμπούκι] 1. (για φυτό) βγάζω μπουμπούκια, αρχίζω να ανθοφορώ 2. μτφ. είμαι σε νεαρή ηλικία, είμαι σε άνθηση … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βαβούλι — το (Μ βαβάλιν) το μπουμπούκι νεοελλ. 1. ο κλειστός καρπός του βαμβακιού 2. το εξώφυλλο του καρπού, το περικάρπιο 3. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. valvulus, με ανομοιωτική αποβολή του λ , ενώ ο τ. βαβάλιν με εξακολουθητική… … Dictionary of Greek
γοντζές — και γοντσές και κοντσές, ο 1. μπουμπούκι 2. μάτι κλαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gonce] … Dictionary of Greek
κοντζάς — και κοντζές, ὁ (Μ) κάλυκας άνθους, μπουμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gonce] … Dictionary of Greek